πλαγά

πλαγά
πλᾱγά (-αί, -ᾶν, -αῖς.)
1 blow

ὑπὸ στερεῷ πυρὶ πλαγαῖς τε σιδάρου O. 10.37

ναῦν τέλεσαν ἃν πλαγαὶ σιδάρου P. 4.246

of boxing,

καματωδέων δὲ πλαγᾶν ἄκος ὑγιηρὸν ἐν βαθυπεδίῳ Νεμέᾳ τὸ καλλίνικον φέρει N. 3.17

αἰνέω καὶ Πυθέαν ἐν γυιοδάμαις Φυλακίδᾳ πλαγᾶν δρόμον εὐθυπορῆσαι I. 5.60


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πλαγά — ἡ, Α (δωρ. τ.) βλ. πληγή …   Dictionary of Greek

  • πλαγᾷ — πλᾱγᾷ , πληγή blow fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαγά — πλᾱγά̱ , πληγή blow fem nom/voc/acc dual (doric) πλᾱγά̱ , πληγή blow fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζερβόπλαγα — επίρρ. πλαγίως προς τα αριστερά («τούτη είναι η Μέγαιρα ζερβόπλαγα μας», Καζαντζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζερβά + πλαγα (< πλάγια)] …   Dictionary of Greek

  • παράμουσος — ον, Α 1. παράφωνος 2. δριμύς, αυστηρός («παράμουσος ἄτας αἱματόεσσα πλαγά», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + μοῦσα] …   Dictionary of Greek

  • πλήττω — και πλήσσω ΝΜΑ καταφέρω πλήγμα, χτυπώ κάποιον με κάτι νεοελλ. 1. τραυματίζω, πληγώνω 2. καταλαμβάνομαι από ανία, αισθάνομαι πλήξη, βαριέμαι 3. στενοχωριέμαι, μελαγχολώ 4. μτφ. πληγώνω ψυχικώς («τὸν έπληξε μεγάλη συμφορά») αρχ. 1. (για τον Δία)… …   Dictionary of Greek

  • στονόεις — και στενόεις εσσα, εν, Α 1. αυτός που προκαλεί κλάμα με αναστεναγμούς (α. «στονόεντος ἐν τομᾷ σιδάρου» Σοφ. β. «στονόεσσα πλαγά», Αισχύλ. γ. «βέλεα στονόεντα», Ομ. Ιλ.) 2. γεμάτος στεναγμούς, θλιβερός, θρηνώδης (α. «Παιὰν δὲ λάμπει στονόεσσα τε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”